- ερίγμη
- ἐρίγμη, ἡ (Α)βλ. έρεγμα και έριγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» — το -ι- τού τ. (αντί -ει-) είναι αποτέλεσμα συγχύσεως τού ει με το -ι- (ιωτακισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρίγμην — ἐρίγμη bruised beans fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείκω — ἐρείκω (Α) 1. σχίζω, χωρίζω («ἐρεικόμενος περὶ δουρί» σχισμένος, κομματιασμένος απ’ το δόρυ, Ομ. Ιλ.) 2. διασχίζω («ἤρεικον χθόνα» διέσχιζαν με το άροτρο πηγή, Ησίοδ.) 3. θραύω, σπάζω, συντρίβω («ναῡς γὰρ πρὸς ἀλλήλαισι Θρῇκιαι πνοαὶ ἤρεικον» οι… … Dictionary of Greek